επιδιαρρήγνυμαι

επιδιαρρήγνυμαι
ἐπιδιαρρήγνυμαι (Α)
σκάζω («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» — κι έπειτα να τό ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διαρρήγνυμαι «σκάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιδιαρραγῶ — ἐπιδιαρρήγνυμαι burst at aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἐπιδιαρρᾱγῶ , ἐπιδιαρρήγνυμαι burst at aor subj pass 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”